- λειανοτούφεκο
- τοαραιοί πυροβολισμοί από τουφέκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λειανός — ή, ό 1. λεπτός, λιγνός, ισχνός («λειανά δάχτυλα») 2. το ουδ. ως ουσ. τα λειανά κέρματα, ψιλά 3. φρ. «κάνε μού τα λειανά» ή «δεν μού τά κάνεις λειανά;» εξήγησέ μου λεπτομερώς, δώσε μου περισσότερες εξηγήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λείος + κατάλ. ανός,… … Dictionary of Greek
λιανοτούφεκο — το βλ. λειανοτούφεκο … Dictionary of Greek